Ήρθες πάλι τρελό καρναβάλι...
Και δεν λέτε να βάλετε μυαλό ακόμα και μετά από 3 ολόκληρα volumes για ξενέρωτους στην πρώτη κίνηση. Το συγκεκριμένο δεν το κάνω vol. 4 γιατί στην πρώτη κίνηση ήμασταν καλά. Στη δεύτερη υπήρξε το πρόβλημα. Ας εξηγηθούμε λοιπόν για μία ακόμη φορά.
Έφτασε λοιπόν το καρναβάλι, απόκριες, ξεθάψιμο στολών και αχαλίνωτο google-άρισμα για τίποτα πρωτότυπο και homemade. Κενό τριήμερο για μια κλασική βόλτα από την κλασική Πάτρα για να αλλάξουμε και λίγο παραστάσεις, μέρες που είναι. Φτάνουμε, βολευόμαστε στο σπίτι της οικοδέσποινας και ετοιμαζόμαστε για την πρώτη πατρινή βραδινή έξοδο. Στολές, βαψίματα, μου πάει αυτό, τελικά δεν θα βάλω περούκα κλπ.
Πάρτι μασκέ λοιπόν από τα χιλιάδες που λάμβαναν χώρα το ίδιο βράδυ, άφθονο ποτό και άφθονος χορός με ανθρώπους που ξέρεις ότι δεν θα ξαναδείς ποτέ γιατί είτε έχουν ξεκουβαληθεί κι αυτοί από την άλλη άκρη της χώρας σε γνωστούς τους, είτε είναι Πατρινοί. Επομένως η μεγαλύτερη βλέψη είναι κάποιο ONS ή έστω λίγο φλερτ να νιώσεις ότι περνάει η μπογιά και από κει και έπειτα ό,τι προκύψει.
Χαλαρό βράδυ, λίγα πράγματα να κινούνται, γυναικοπαρέα εμείς αλλά το μάτι μας να παίζει σαν τρελό και ακόμα και μετά από 3 ώρες καμία κίνηση από κανέναν αρσενικό. Έχω ήδη ξεκινήσει να σχεδιάζω μέσα μου κάποιο κραχτο-ποστ για το μπλογκ, ώσπου εκεί που κάθομαι μόνη μου σε μια γωνιά τσεκάροντας κόσμο, έρχεται ένας που με κάρφωνε με το βλέμμα να μου πιάσει κουβέντα. Τον έβλεπα που με κοίταζε συνέχεια αλλά προσπαθούσα να μην τον κοιτάω γιατί πιο πολύ μέλωνα τον φίλο του δίπλα. Τέλος πάντων σκέφτομαι, αφού αυτός μας έκατσε, ας είναι. Έτσι κι αλλιώς δεν φαινόταν πολύ άσχημος.
Σημείωση. Σε πάρτι μασκέ με χαμηλό φωτισμό και αρκετό αλκοόλ στις φλέβες σου, αν ο άλλος δεν σου φανεί για ΗΒ9 με τη μία, τότε όταν τον δεις νηφάλια, σε φως και χωρίς να φοράει στολή-makeup κλπ θα ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΕΙΣ. Τέλος σημείωσης.
Μιλάμε λοιπόν για λίγο, περίπου ένα τέταρτο. Δεν είχαμε συστηθεί ακόμα και του φώναξα ΜΕ ΛΕΝΕ ΝΟΥΜΕΡΟ μπας και μάθω έστω το όνομά του. Μου είπε κι αυτός το δικό του και συνεχίσαμε την κουβέντα. Τον ρώτησα αν σπουδάζει κάτι μιας και οι περισσότεροι στο πάρτι ήταν φοιτητές και μου είπε "εεε είμαι λίγο μεγάλος για να σπουδάζω". Απόρησα. Τον ρώτησα πόσο χρονών είναι και τελικά είδαμε ότι με πέρναγε 13-14 χρόνια. Μου ήρθε λίγο απότομο μιας και δεν παίζω ποτέ σε αυτό το γκρουπ ηλικιών, όμως δεν με ενδιέφερε ποτέ η διαφορά ηλικίας όση και να είναι. Αν και συνήθως προτιμώ να είναι μονοψήφιος αριθμός. Όμως εκείνη την ώρα δεν έδωσα καθόλου σημασία.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει ώσπου η παρέα του αποφάσισε να την κοπανάει σιγά σιγά.
Ν: Άρα φεύγεις;
Α: Εεεε θέλει η παρέα μου.
Ν: Και η δική μου παρέα ετοιμάζεται να φύγει.
Α: Μάλιστα.
Ν: Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν 2 επιλογές.
Α: Ποιες;
Ν: Ή μένεις και πάμε μια βόλτα έξω οι 2 μας, ή φεύγουμε με τις παρέες μας και χαιρετιόμαστε εδώ.
Α: Μάλιστα.
Ν: Ε θα μου πεις όμως;
Α: Τι να σου πω;
Ν: Σου είπα. 2 επιλογές υπάρχουν. Διάλεξε μία.
Α: Ε πάμε μια βόλτα.
Πήγαμε λοιπόν τη βόλτα, όλα καλά όλα ανθηρά. Περπατούσαμε και συνεχίσαμε να μιλάμε με πολλές παύσεις απόλυτης σιωπής. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι. Εκεί τον είδα και πρώτη φορά στο φως και ανακάλυψα ότι ήταν ακόμα πιο μέτριος.
Α: Γαμώτο και δεν θυμάμαι πώς να πάω σπίτι του φίλου μου τώρα...
Ν: Ε πάρε τηλέφωνο.
Α: Δεν έχω μπαταρία στο κινητό.
Ν: Ε θα σου δώσω εγώ το δικό μου να τους πάρεις.
Α: Δεν θυμάμαι το νούμερο απ' έξω.
Ν: Ε βάλε την κάρτα σου μέσα να πάρεις, τι να σου πω.
Α: Άσε μωρέ, μπορεί και να κοιμούνται τώρα...
(παύση)
Α: Έχω και το αμάξι βέβαια.
Ν: Είδες; Κανένα πρόβλημα λοιπόν.
Α: Ναι αλλά δεν έχω τα κλειδιά μαζί μου.
Ν: Καλά πώς το κατάφερες αυτό; Τέλος πάντων.
(πάλι παύση)
Α: Γαμώτο σε κάνα παγκάκι με βλέπω να κοιμάμαι.
(παύση)
Α: Αχ και που θα κοιμηθώ σήμερα άραγε;;;
Εκεί άρχισα να τσαντίζομαι. Ο τύπος ήθελε φανερά να τον προσκαλέσω στο σπίτι που έμενα - κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση μία στο εκατομμύριο να συμβεί. Έμενα στο πατρικό μιας φίλης μου μαζί με άλλα 3 άτομα. Δεν μπορούσα να κουβαλήσω τον άκυρο. Έκανα πως δεν τον άκουγα και είπε τουλάχιστον άλλες 42 φορές αυτό το "ΠΩ, ΠΟΥ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ ΑΠΟΨΕ;". Ξενέρωσα τη ζωή μου και αποφάσισα να την κάνω. Ήμασταν μισή ώρα στο παγκάκι και δεν λέγαμε τίποτα ουσιαστικό, δεν με τράβαγε κι όλας εμφανισιακά να κουνήσω εγώ τα κουλά μου, οπότε το παράτησα.
Ν: Είσαι σίγουρος ότι δεν θες να πάρεις τηλέφωνο τους φίλους σου από το κινητό μου;
Α: Θα κοιμούνται τώρα...
Ν: Ε ξύπνα τους. Δεν θα σου πουν τίποτα. Απλά δεν θυμάσαι πώς να γυρίσεις σπίτι. Λογικότατο είναι.
Α: Μπα, άστο μωρέ...
Ν: Και τι θα κάνεις;
Α: Κάτι θα βρω.
Ν: Οκ, καλώς. Καληνύχτα από μένα.
Α: (αποσβολωμένο ύφος)
Ν: Καληνύχτα!
Και έφυγα όσο ξενερωμένη γίνεται. Είπα καλημέρα στην πλέον ηλιόλουστη Πάτρα και γύρισα σπίτι με κάτι μούτρα μέχρι την Κόρινθο.
Δε βαριέσαι.
Και δεν λέτε να βάλετε μυαλό ακόμα και μετά από 3 ολόκληρα volumes για ξενέρωτους στην πρώτη κίνηση. Το συγκεκριμένο δεν το κάνω vol. 4 γιατί στην πρώτη κίνηση ήμασταν καλά. Στη δεύτερη υπήρξε το πρόβλημα. Ας εξηγηθούμε λοιπόν για μία ακόμη φορά.
Έφτασε λοιπόν το καρναβάλι, απόκριες, ξεθάψιμο στολών και αχαλίνωτο google-άρισμα για τίποτα πρωτότυπο και homemade. Κενό τριήμερο για μια κλασική βόλτα από την κλασική Πάτρα για να αλλάξουμε και λίγο παραστάσεις, μέρες που είναι. Φτάνουμε, βολευόμαστε στο σπίτι της οικοδέσποινας και ετοιμαζόμαστε για την πρώτη πατρινή βραδινή έξοδο. Στολές, βαψίματα, μου πάει αυτό, τελικά δεν θα βάλω περούκα κλπ.
Πάρτι μασκέ λοιπόν από τα χιλιάδες που λάμβαναν χώρα το ίδιο βράδυ, άφθονο ποτό και άφθονος χορός με ανθρώπους που ξέρεις ότι δεν θα ξαναδείς ποτέ γιατί είτε έχουν ξεκουβαληθεί κι αυτοί από την άλλη άκρη της χώρας σε γνωστούς τους, είτε είναι Πατρινοί. Επομένως η μεγαλύτερη βλέψη είναι κάποιο ONS ή έστω λίγο φλερτ να νιώσεις ότι περνάει η μπογιά και από κει και έπειτα ό,τι προκύψει.
Χαλαρό βράδυ, λίγα πράγματα να κινούνται, γυναικοπαρέα εμείς αλλά το μάτι μας να παίζει σαν τρελό και ακόμα και μετά από 3 ώρες καμία κίνηση από κανέναν αρσενικό. Έχω ήδη ξεκινήσει να σχεδιάζω μέσα μου κάποιο κραχτο-ποστ για το μπλογκ, ώσπου εκεί που κάθομαι μόνη μου σε μια γωνιά τσεκάροντας κόσμο, έρχεται ένας που με κάρφωνε με το βλέμμα να μου πιάσει κουβέντα. Τον έβλεπα που με κοίταζε συνέχεια αλλά προσπαθούσα να μην τον κοιτάω γιατί πιο πολύ μέλωνα τον φίλο του δίπλα. Τέλος πάντων σκέφτομαι, αφού αυτός μας έκατσε, ας είναι. Έτσι κι αλλιώς δεν φαινόταν πολύ άσχημος.
Σημείωση. Σε πάρτι μασκέ με χαμηλό φωτισμό και αρκετό αλκοόλ στις φλέβες σου, αν ο άλλος δεν σου φανεί για ΗΒ9 με τη μία, τότε όταν τον δεις νηφάλια, σε φως και χωρίς να φοράει στολή-makeup κλπ θα ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΕΙΣ. Τέλος σημείωσης.
Μιλάμε λοιπόν για λίγο, περίπου ένα τέταρτο. Δεν είχαμε συστηθεί ακόμα και του φώναξα ΜΕ ΛΕΝΕ ΝΟΥΜΕΡΟ μπας και μάθω έστω το όνομά του. Μου είπε κι αυτός το δικό του και συνεχίσαμε την κουβέντα. Τον ρώτησα αν σπουδάζει κάτι μιας και οι περισσότεροι στο πάρτι ήταν φοιτητές και μου είπε "εεε είμαι λίγο μεγάλος για να σπουδάζω". Απόρησα. Τον ρώτησα πόσο χρονών είναι και τελικά είδαμε ότι με πέρναγε 13-14 χρόνια. Μου ήρθε λίγο απότομο μιας και δεν παίζω ποτέ σε αυτό το γκρουπ ηλικιών, όμως δεν με ενδιέφερε ποτέ η διαφορά ηλικίας όση και να είναι. Αν και συνήθως προτιμώ να είναι μονοψήφιος αριθμός. Όμως εκείνη την ώρα δεν έδωσα καθόλου σημασία.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει ώσπου η παρέα του αποφάσισε να την κοπανάει σιγά σιγά.
Ν: Άρα φεύγεις;
Α: Εεεε θέλει η παρέα μου.
Ν: Και η δική μου παρέα ετοιμάζεται να φύγει.
Α: Μάλιστα.
Ν: Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν 2 επιλογές.
Α: Ποιες;
Ν: Ή μένεις και πάμε μια βόλτα έξω οι 2 μας, ή φεύγουμε με τις παρέες μας και χαιρετιόμαστε εδώ.
Α: Μάλιστα.
Ν: Ε θα μου πεις όμως;
Α: Τι να σου πω;
Ν: Σου είπα. 2 επιλογές υπάρχουν. Διάλεξε μία.
Α: Ε πάμε μια βόλτα.
Πήγαμε λοιπόν τη βόλτα, όλα καλά όλα ανθηρά. Περπατούσαμε και συνεχίσαμε να μιλάμε με πολλές παύσεις απόλυτης σιωπής. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι. Εκεί τον είδα και πρώτη φορά στο φως και ανακάλυψα ότι ήταν ακόμα πιο μέτριος.
Α: Γαμώτο και δεν θυμάμαι πώς να πάω σπίτι του φίλου μου τώρα...
Ν: Ε πάρε τηλέφωνο.
Α: Δεν έχω μπαταρία στο κινητό.
Ν: Ε θα σου δώσω εγώ το δικό μου να τους πάρεις.
Α: Δεν θυμάμαι το νούμερο απ' έξω.
Ν: Ε βάλε την κάρτα σου μέσα να πάρεις, τι να σου πω.
Α: Άσε μωρέ, μπορεί και να κοιμούνται τώρα...
(παύση)
Α: Έχω και το αμάξι βέβαια.
Ν: Είδες; Κανένα πρόβλημα λοιπόν.
Α: Ναι αλλά δεν έχω τα κλειδιά μαζί μου.
Ν: Καλά πώς το κατάφερες αυτό; Τέλος πάντων.
(πάλι παύση)
Α: Γαμώτο σε κάνα παγκάκι με βλέπω να κοιμάμαι.
(παύση)
Α: Αχ και που θα κοιμηθώ σήμερα άραγε;;;
Εκεί άρχισα να τσαντίζομαι. Ο τύπος ήθελε φανερά να τον προσκαλέσω στο σπίτι που έμενα - κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση μία στο εκατομμύριο να συμβεί. Έμενα στο πατρικό μιας φίλης μου μαζί με άλλα 3 άτομα. Δεν μπορούσα να κουβαλήσω τον άκυρο. Έκανα πως δεν τον άκουγα και είπε τουλάχιστον άλλες 42 φορές αυτό το "ΠΩ, ΠΟΥ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ ΑΠΟΨΕ;". Ξενέρωσα τη ζωή μου και αποφάσισα να την κάνω. Ήμασταν μισή ώρα στο παγκάκι και δεν λέγαμε τίποτα ουσιαστικό, δεν με τράβαγε κι όλας εμφανισιακά να κουνήσω εγώ τα κουλά μου, οπότε το παράτησα.
Ν: Είσαι σίγουρος ότι δεν θες να πάρεις τηλέφωνο τους φίλους σου από το κινητό μου;
Α: Θα κοιμούνται τώρα...
Ν: Ε ξύπνα τους. Δεν θα σου πουν τίποτα. Απλά δεν θυμάσαι πώς να γυρίσεις σπίτι. Λογικότατο είναι.
Α: Μπα, άστο μωρέ...
Ν: Και τι θα κάνεις;
Α: Κάτι θα βρω.
Ν: Οκ, καλώς. Καληνύχτα από μένα.
Α: (αποσβολωμένο ύφος)
Ν: Καληνύχτα!
Και έφυγα όσο ξενερωμένη γίνεται. Είπα καλημέρα στην πλέον ηλιόλουστη Πάτρα και γύρισα σπίτι με κάτι μούτρα μέχρι την Κόρινθο.
Δε βαριέσαι.